Διοικητική Οργάνωση Κρήτης

Η διοικητική οργάνωση που επέβαλε η Βενετία στην Κρήτη απέβλεπε στην εδραίωση της κυριαρχίας της στο νησί, τη σημαντικότερη κτήση στην Ανατολή, και μέσω αυτής στη μέγιστη δυνατή εξυπηρέτηση των οικονομικών της συμφερόντων στην λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου.

Για το σκοπό αυτό υιοθέτησε ένα σύστημα στρατιωτικού αποικισμού, το οποίο πλαισίωσε με ένα αυστηρά συγκεντρωτικό διοικητικό μηχανισμό, κατά το πρότυπο της Μητρόπολης.

Το νησί διαιρέθηκε αρχικά σε έξι διοικητικά διαμερίσματα (sestieri), τα οποία από το 14ο αι. έγιναν τέσσερα (territori), που συμπίπτουν περίπου με τη σημερινή διοικητική διαίρεση του νησιού (Χανίων, Ρεθύμνης, Ηρακλείου και Λασιθίου). Τα διαμερίσματα αυτά χωρίστηκαν σε μικρότερες διοικητικές περιφέρειες, τις καστελλανίες (castellanie, castelli).

Η γη παραχωρήθηκε σε Βενετούς αποίκους (Concessio Insulae Cretensii 1211), σε αντάλλαγμα στρατιωτικών και οικονομικών υποχρεώσεων προς το κράτος. Οι άποικοι αυτοί (feudatarii- feudati), δεν είχαν πολιτική εξουσία και δύναμη, παρά μονάχα συμβουλευτική, μέσω των διαφόρων συμβουλίων τους, όπως των: Συμβούλιο των Φεουδαρχών, (Consilium Feudatorum), Μεγάλο Συμβούλιο (Maggior Consiglio), Συμβούλιο των Κλητών (Consiglio dei Pregati). (Μοναδική προσθήκη)

Την πολιτική εξουσία την ασκούσαν ανώτεροι αξιωματούχοι άμεσης επιλογής και απόλυτης εμπιστοσύνης της Μητρόπολης. Στην περίπτωση της Κρήτης την ασκούσε ο δούκας και οι δύο του σύμβουλοι, για να τον βοηθούν, αλλά και για να περιορίζουν την εξουσία του. Τα τρία αυτά πρόσωπα αποτελούσαν την κυβέρνηση της Κρήτης, το regimen ή regimento. Η θητεία τους ήταν συνήθως διετής.

Καθήκοντα γενικού στρατιωτικού διοικητή του νησιού εκτελούσε από το 1367 ο γενικός καπιτάνος του Χάνδακα (capitano general), o οποίος από το 16ο αι. και μετά συμμετείχε και στο διορισμό υπαλλήλων.

Από τον 14ο αιώνα, με το νέο γεωγραφικό και διοικητικό χωρισμό του νησιού, τη στρατιωτική και πολιτική εξουσία των τριών διαμερισμάτων, εκτός του Χάνδακα, ανέλαβαν τρεις ρέκτορες (rettori), περιορίζοντας την έκταση των εξουσιών του δούκα και του συμβουλίου του.

Δύο αιώνες αργότερα, οι εξουσίες του δούκα αλλά και του καπιτάνου περιορίστηκαν περισσότερο με την τακτική, θεσμοθετημένη πια από το 1569 κ.έ., αποστολή στο νησί του Γενικού Προβλεπτή (provveditor general, sindaco, inquisitor), ο οποίος είχε απόλυτη στρατιωτική εξουσία, ενώ φρόντιζε για την εφαρμογή των αποφάσεων της Βενετίας και για την επίλυση οικονομικών και κοινωνικών θεμάτων των κατοίκων του νησιού.

Για την άμεση επίλυση προβλημάτων των υπηκόων της και για τον έλεγχο και περιορισμό της αυθαιρεσίας των αξιωματούχων και των υπαλλήλων της η Βενετία έστελνε περιοδικά μέχρι το πρώτο μισό του 14ου αι., και σε τακτικά διαστήματα στη συνέχεια, στις κτήσεις της στην Ανατολή ανώτερους αξιωματούχους, τους Συνδίκους και Εξεταστές της Ανατολής (sindici et inquisitori in Levante). Ο αριθμός τους δεν ήταν καθορισμένος. Κατά τον 16ο αι. περιορίστηκε στους δύο. Οι αρμοδιότητές τους εκτείνονταν σε όλους τους τομείς, κυρίως όμως ήταν εξουσιοδοτημένοι να εξετάζουν το έργο των διοικήσεων, να αναθεωρούν δικαστικές αποφάσεις και να δέχονται σε ακρόαση τους κατοίκους των κτήσεων και να φροντίζουν για τη επίλυση των προβλημάτων τους.

Στην κατώτερη διοικητική ιεραρχία ανήκε ένα πλήθος αξιωματούχων (δικαστές, αστυνόμοι, αγορανόμοι, υγειονόμοι) και άλλοι υπάλληλοι, όπως γραμματείς, νοτάριοι κλπ. Οι υπάλληλοι αυτοί, έμμισθοι ή άμισθοι, προέρχονταν από τους κατοίκους του των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων του νησιού, διορίζονταν από τις τοπικές αρχές και η θητεία τους διαρκούσε από ένα έως τρία χρόνια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως λ.χ. για τους συμβολαιογράφους, η θητεία τους ήταν ισόβια.

 

 

 

Βιβλιογραφική αναφορά: Αγγελική Πανοπούλου, Οι Βενετοί και η ελληνική πραγματικότητα: Διοικητική, εκκλησιαστική, οικονομική οργάνωση, στο Όψεις του Βενετοκρατούμενου Ελληνισμού, επιμ. Χρ. Μαλτέζου, έκδ. Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού, Αθήνα 1993, σς. 277- 370.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 











SYNTHESIS- Copyright © FORTH-ICS. All rights reserved