ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η παραχώρηση της Κύπρου από την Αικατερίνη Κορνάρο στη Βενετία το 1489, δεν σήμαινε τη ριζική αλλαγή του κοινωνικού και οικονομικού καθεστώτος που ίσχυε στο νησί επί Λουζινιάν.
Η αλλαγή που σημειώθηκε ήταν πολιτική και συνεπώς οι όποιες θεσμικές επεμβάσεις ακολούθησαν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως προσπάθειες προσαρμογής στους ιδιάζοντες πολιτικούς θεσμούς της Βενετικής διοίκησης.
Ο φεουδαρχικός δηλαδή χαρακτήρας του καθεστώτος παρέμεινε αμετάβλητος, ο διοικητικός όμως μηχανισμός απέκτησε ένα πιο συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό χαρακτήρα, σύμφωνα με το Μητροπολιτικό πρότυπο.
Συγκεκριμένα, η διοικητική και στρατιωτική οργάνωση της Κύπρου ανατέθηκε σε ένα Τοποτηρητή (locotenente), ο οποίος ήταν ευγενής Βενετός, εκλεγόταν ύστερα από μυστική ψηφοφορία και είχε διετή θητεία, με δικαίωμα όμως επανεκλογής.
Ως βοηθούς στο έργο του είχε δύο συμβούλους, όπως και στην περίπτωση της Κρήτης, οι οποίοι αποτελούσαν από κοινού την κυβέρνηση (regimento), με έδρα τη Λευκωσία. Το τριμελές αυτό συμβούλιο αντιπροσώπευε τη βενετική εξουσία στην Κύπρο και είχε τις εξουσίες, διοικητικές, δικαστικές, στρατιωτικές κλπ., που είχαν την εποχή της Φραγκοκρατίας ο βασιλέας, ο αντιβασιλέας και η Άνω Βουλή (Haute Cour). Μόνη εξαίρεση αποτελούσε η νομοθετική εξουσία, η οποία περιήλθε στα αντίστοιχα νομοθετικά όργανα της Μητρόπολης.
Το συμβούλιο είχε και την ευθύνη των δημοσίων οικονομικών της νήσου. Ως οικονομικούς διαχειριστές (camerlenghi), εξέλεγε δύο ευγενείς με διετή θητεία, που είχαν ως αρμοδιότητα τη σύνταξη του δημοσίου προϋπολογισμού, την είσπραξη των δημοσίων προσόδων, την πληρωμή των ενταλμάτων, με την υπογραφή πάντα των μελών του συμβουλίου και την κατάθεση του πλεονάσματος των εσόδων στο Μητροπολιτικό θησαυροφυλάκιο.
Διετή θητεία είχε και ο άλλος ανώτερος αξιωματούχος του νησιού, ο καπιτάνος της Κύπρου, ο οποίος είχε την έδρα του στην Αμμόχωστο και γι’ αυτό ήταν γνωστός και ως καπιτάνος της Αμμοχώστου (capitano di Famagosta). Οι αρμοδιότητές του ήταν διοικητικής, δικαστικής και κυρίως, στρατιωτικής φύσης, αφού σε περίοδο ειρήνης ήταν ο αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων του νησιού. Σε περίπτωση πολέμου ή επείγουσας ανάγκης, την αρχηγία των στρατιωτικών δυνάμεων και ως εκ τούτου και των στρατιωτικών επιχειρήσεων ανελάμβανε ο γενικός προβλεπτής, που διοριζόταν απευθείας από το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας. Στη διοικητική ιεραρχία ο γενικός προβλεπτής κατείχε την πρώτη θέση, αμέσως μετά τον τοποτηρητή.
Στη κατώτερη διοίκηση οι Βενετοί διατήρησαν σε γενικές γραμμές το σύστημα που ίσχυε κατά την Φραγκοκρατία. Οι αστυνομικοί διοικητές (υποκόμης) της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου, εκλέγονταν από το Συμβούλιο, ήταν ευγενείς φεουδάρχες του νησιού και είχαν την ευθύνη για την τήρηση της τάξης στη Λευκωσία και την ευρύτερη περιοχή της. Ως βοηθούς στην άσκηση των καθηκόντων του είχαν από δύο πάρεδρους, Φράγκους ή Έλληνες, που τους εξέλεγε ο λαός και προέρχονταν από την τάξη των εύπορων αστών της πόλης.
Και οι δύο μαζί αστυνομικοί διοικητές είχαν την ευθύνη διοίκησης των 12 διοικητικών περιφερειών της Κύπρου(Λευκωσίας, Αμμοχώστου, Πάφου, Καρπασίας, Λεμεσού, Μεσαορίας, Κερύνιας, Αλυκών, Αυδήμου, Χρυσοχού, Πεντάγυιας, Μαζωτού).
Οι σπουδαιότερες από τις παραπάνω περιφέρεις είχαν ως τοπικό διοικητή έναν καπιτάνο ή καστελλάνο, ενώ οι υπόλοιπες ένα βάιλο ή τζιβιτάνο.
Τους τοπικούς αυτούς άρχοντες διόριζε άλλους το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας (καπιτάνος Πάφου, Αλυκών, Κερύνιας) και ήταν ευγενείς Βενετοί, άλλους ο καπιτάνος της Αμμοχώστου (Μεσαορίας και Καρπασίας) και τους υπόλοιπους, το Μεγάλο Συμβούλιο της Λευκωσίας και ήταν ντόπιοι στην καταγωγή.