Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΚΡΗΤΗ
Η ζωή των απλών ανθρώπων στην Βενετοκρατούμενη Κρήτη ήταν σκληρή και δύσκολη, καθώς οι περισσότεροι ήταν αγρότες (πάροικοι) σε χωράφια που ανήκαν στα φέουδα των Βενετών ευγενών στους οποίους κατέβαλλαν δυσβάσταχτες εισφορές, και συχνά ήταν υποχρεωμένοι να εκτελούν ποικίλες αγγαρείες. Το κάθε φέουδο, μικρό ή μεγάλο, ήταν διαιρεμένο σε «ζευγάρια», δηλαδή στην έκταση εδάφους που μπορούσε να καλλιεργήσει ο γεωργός με ένα ζευγάρι βόδια σε μία περίοδο. Οι αγρότες ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν το 1/3 της παραγωγής στον κύριο των κτημάτων που καλλιεργούσαν και το υπόλοιπο το κρατούσαν για τις προσωπικές τους ανάγκες.
Δεν εξαιρούνται από τις πρακτικές αυτές οι κάτοικοι των οικισμών του Δήμου Λεύκης, των οποίων η καθημερινή ζωή ακολουθούσε τους ίδιους ρυθμούς, με την ίδια οργάνωση και ανάλογες υποχρεώσεις.
Η ΚΑΤΟΙΚΙΑ
Οι οικιστικές εγκαταστάσεις ήταν συγκεντρωμένες στα χωριά, σε συνεκτικούς πυρήνες, που μερικές φορές δημιουργούσαν ευδιάκριτες γειτονιές ή χωριστούς υπο-οικισμούς (π.χ. Επάνω και Κάτω Περβολάκια, Επάνω και Κάτω Παλαιπέτζι).
Οι κατοικίες ήταν απλές, με μικρούς χώρους για την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών και πρακτικών. Στην απλούστερη και παλαιότερη μορφή τους τα χωριάτικα σπίτια ήταν μονώροφα και μονόχωρα ή δίχωρα. Στο εσωτερικό, υπήρχαν χώροι που χρησιμοποιούνταν μαζί ως τόπος διαμονής της οικογένειας, ως αποθήκη και ως στάβλος για τα ζώα. Υπήρχε και ο τύπος σπιτιού με σοφά, ο οποίος είναι ένα ξύλινο ή κτιστό πατάρι μικρού ύψους που χρησιμοποιείται για τον ύπνο. Σε πιο εξελιγμένη μορφή, το σπίτι ήταν διώροφο και στο ισόγειο βρισκόταν ο στάβλος, ενώ το επάνω πάτωμα αποτελούσε την κατοικία της οικογένειας. Οι αυλές, όταν υπάρχουν, είναι μικρές και περιέχουν προσκτίσματα.
ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ
Υφαντική
Τα προϊόντα της λαϊκής τέχνης ήταν πάνω απ’όλα χρηστικά, είδη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι στη καθημερινότητα τους και για τις εργασίες τους.
Απαραίτητο σε κάθε σπίτι ήταν ο αργαλειός ή αργαστήρι, για την ύφανση των προικιών και την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας σε ρουχισμό. Όλες οι εργασίες που απαιτούσε η ύφανση αποδίδονται με τον όρο ανυφαντικό ή ανυφανταριό (ανυφαντού= η υφάντρια). Στα προϊόντα του αργαλειού ανήκουν πατανίες (υφαντές μάλλινες βαριές κουβέρτες) και τα σεντόνια από διάφορα είδη υφάσματος (ράσινα, κεναράτα, χασιμαλαδένια, κλπ) και άλλα είδη κλινοσκεπασμάτων όπως τα χίραμα(λεπτό μάλλινο κλινοσκέπασμα), οι ανάπλες (κουβέρτες), οι καρπέτες(μικρό χαλί), όπως και πέτσες (πετσέτες), οι φασκιές (σεντονάκια που τύλιγαν τα μωρά) των παιδιών, οι βρακοζώνες των ανδρών, το αρτόπανο, ο κρεβατόγυρος, κ.α.
Αγγειοπλαστική: Η Κρήτη έχει μακραίωνη παράδοση στη αγγειοπλαστική τέχνη, από τα Μινωικά χρόνια. Τα πιο χαρακτηριστικά προϊόντα της ήταν τα διάφορα αγγεία και τα μεγάλα πιθάρια για αποθήκευση, που χωρούσαν πάνω από τετρακόσιες ή και πεντακόσιες οκάδες λάδι. Η κατασκευή των πιθαριών και των άλλων ειδών γινόταν με τον παραδοσιακό κεραμικό τροχό.
Καλαθοπλεκτική: Τα καλάθια κατασκευάζονταν από λυγαριά, μυρθιές (μυρσίνες), βούρλα (ή βρούλα), σπάρτα και άλλα υλικά της κρητικής χλωρίδας και ήταν διαφόρων μεγεθών και ειδών, αναλόγως τη χρήση τους (κόφες για τη μεταφορά σταφυλιών, πανέρια ή κάνιστρα, τουπιά ή καλούπια για την τυροκομία, κ.τ.λ)
Ξυλογλυπτική: Η ξυλογλυπτική αναπτύχθηκε στις ορεινές κυρίως περιοχές της Κρήτης και τα προϊόντα της ήταν κυρίως είδη καθημερινής ή ειδικής χρήσης (κουτάλια, πιρούνια, πιάτα, σφραγίδες για άρτους, κ.τ.λ). Οι ξυλογλύπτες γνωστοί με τα ονόματα ταγιαδόροι, νιταδόροι, ινταγιαδόροι κ.α, κατασκεύαζαν και διακοσμούσαν κυρίως εκκλησιαστικά έργα (τέμπλα, προσκυνητάρια, παγκάρια, σταυρούς, κηροπήγια, κ.τ.λ)
ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Η διατροφή του κρητικού λαού ήταν απλή και λιτή. Βάση της αποτελούσε το ψωμί, κρίθινο ή μιγαδερό (από μείγμα σταριού και βρώμης) ή και τριομίγαδο (από μείγμα σταριού, κριθαριού και τάγης, δηλαδή βρώμης). Το αλεσμένο σε χερόμυλο σιτάρι (χόντρος) αντικαθιστούσε το ρύζι και αποτελούσε βάση πολλών φαγητών και παρασκευασμάτων. Βασική τροφή αποτελούν το λάδι και οι ελιές, καθώς και το γάλα και το τυρί. Άλλες τροφές που καταναλώνονται στο κρητικό τραπέζι είναι τα χόρτα, οι χοχλιοί, οι πατάτες, τα αυγά, τα όσπρια και οι αμανίτες, ενώ κρέας υπήρχε σπάνια. Συνήθως έτρωγαν όρνιθες, πετεινούς, περιστέρια, κουνέλια και θηράματα (λαγούς και πέρδικες). Σπάνια έσφαζαν αιγοπρόβατα και σχεδόν ποτέ αγελάδες ή βόδια. Τα Χριστούγεννα έσφαζαν χοίρους και με το κρέας τους έφτιαχναν διάφορα παρασκευάσματα (λουκάνικα, τσιλαδιά ή πηχτή, τσιγαρίδες, απάκι κτλ). Κύρια ποτά ήταν το κρασί και η ρακή ή τσικουδιά (η οποία χρησιμοποιείται και ως οινόπνευμα στη λαϊκή θεραπευτική).
Η οικογένεια έτρωγε στο χαμηλό στρογγυλό τραπεζάκι (σοφράς) από μία βαθιά πιατέλα στη μέση.
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΖΩΗ
Η ελαιοκομία, η αμπελουργία και η καλλιέργεια δημητριακών στην Κρήτη στάθηκαν πάντα σε πλαίσια παραδοσιακά και η εδαφική διαμόρφωση και η πλούσια χλωρίδα της Κρήτης ήταν ιδανικές για την ευδοκίμηση της κτηνοτροφίας.
Το κυριότερο καλλιεργήσιμο προϊόν κατά τα πρώτα χρόνια της βενετοκρατίας ήταν το σιτάρι, αλλά αργότερα το κρασί κατέλαβε τη πρώτη θέση στην παραγωγή και το εμπόριο. Η ποικιλία σταφυλιών Μαλβαζία ήταν αυτή που έδωσε την ώθηση στην αμπελουργία. Άλλες γνωστές ποικιλίες σταφυλιών, από τις οποίες παράγονταν και ιδιαίτερα είδη κρασιών, ήταν τα: λιάτικα, κοτσιφάλια, ροζάκια, μαντηλάρια, εφτάκοιλα, βοιδόματα, θραψαθήρια.
ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΕΞΑΓΩΓΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ:
Κρασί
Σταφίδα
Σιτάρι
Λάδι
Μέλι
Κερί
Σαπούνι
Αλάτι
Βαμβάκι
Τυρί
Πηγές:
Μαλτέζου Χ., "Η Κρήτη κατά τη Βενετοκρατία (1211-1669)" στο ΚΡΗΤΗ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης (1988)
Προβατάκης Θ., Κρήτη. Λαϊκή τέχνη και ζωή, Αθήνα 1990
Κριτσωτάκι Γ., Η Σητεία του Χθες, φωτογραφικό λεύκωμα, 2005
Ξανθουδίδης Στ., «Η Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά των Ενετών Αγώνες Κρητών», Αθήνα 1939
Κουφάκης Εμμ., «Οι Αρμένοι Σητείας», Αρμένοι Σητείας 2001
Βλάσση Δ., «Τα εδέσματα της κρητικής κωμωδίας» Άνθη Χαρίτων, Βενετία 1998
Επιτόπια έρευνα στον Δήμο Λεύκης και στη Σητεία
Ελαιοκομία
Η καλλιέργεια της ελιάς είναι συνεχής από τα Μινωικά χρόνια. Ελιά λέγεται συνήθως το μεγάλο ελαιόδενδρο, ενώ το μικρό ελαιόδενδρο ονομάζεται μουρέλο. Ανάλογα με το σχήμα ή το μέγεθος του καρπού, οι ελιές έχουν διάφορες ονομασίες, όπως λιανολιές (ποικιλία ελιάς και ελαιοκάρπου, μικρού και λεπτού μεγέθους, αποδοτικώτερη όμως στην παραγωγή λαδιού), τσουνάτες (είδος ελαιοκάρπου, ποικιλία ελιάς με τσουνί, κοτσάνι, μίσχο), μηλολιές (ποικιλία ελαιοκάρπου μεγάλου σχήματος και μεγέθους, κατάλληλη και για επιτραπέζια), κτλ. Συνήθως ράβδιζαν τις ελιές με ειδικά ραβδιά (κατσούνες, είδος γεωργικού εργαλείου από λεπτό, ίσιο βλαστό αγριόδενδρου, μήκους 1 μέτρου περίπου, που έχει στη βάση του ένα παρακλώνι, λεπτότερο και μικρότερο, ο,20 μ., που το κυρτώνουν για ναχρησημεύσει ως αρπάγη. Χρησιμοποιείται από τους γεωργούς για το ράβδισμα ελιών, αμυγδαλιών, χαρουπιών κλπ.), τέμπλες ή δέμπλες (λεπτό, μακρύ ξύλο, ραβδί, η βέργα, από βλαστό αγριόδενδρου, κατάλληλη για γεωργικές εργασίες, όπως το ράβδισμα των ελιών)), ή άφηναν τον καρπό να πέσει μόνος του. Στην πρώτη περίπτωση, οι ελιές έπεφταν σε ανάπλες( πλατιά υφασμάτινα πανιά, που απλώνονταν κάτω από ελιές, αμυγδαλιές, για το ευκολώτερο μάζεμα των καρπών τους μετά από το ράβδισμα των δένδρων, το κτύπημα δηλ, με τα κατάλληλα ραβδια, τις δέμπλες) ή λιόπανα, (υφασμάτινα πανιά, που απλώνονταν κάτω από ελιές, αμυγδαλιές, για το ευκολώτερο μάζεμα των καρπών τους μετά από το ράβδισμα των δένδρων). Η έκθλιψη του ελαιοκάρπου γινόταν με ορισμένη τεχνική διαδικασία στις φάμπρικες (εργοστάσιο επεξεργασίας ελαιοκάρπου και εξαγωγής λαδιού)ή στα αλιτριβιδιά (αλετρουβιδιά, αλετρούγια, κα) (ελαιοτριβείο, με μυλόπετρες και πιεστήριο για το άλεσμα του ελαικοκάρπου και την εξαγωγή του ελαιολάδο. Οι μυλόπετρες γύριζαν με τη βοήθεα ζώων, του ανέμου ή του ύδατος, υδατόπτωση ). Μονάδα μέτρησης για το λάδι, αλλά και για άλλα υγρά, ήταν το μίστατο, δοχείο με χωρητικότητα που ισοδυναμούσε με δέκα περίπου οκάδες (παλιά μονάδα βάρους για στερεά και υγρά, ίση προς 1.282 γραμμάρια. Υποδιαίρεσή της τα δράμια), και το κάρτο, ισοδύναμο με το ένα τέταρτο του μιστάτου.
Το ελαιόλαδο έπαιζε σημαντικό ρόλο στη καθημερινή ζωή του λαού, καθώς το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο στην καθημερινή τους διατροφή αλλά και για τελετουργικούς σκοπούς (βάπτιση, ευχέλαια, ξεμάτιασμα), αλλά και μέχρι τα νεότερα χρόνια αποτελούσε είδος νομισματικής ανταλλακτικής μονάδας.
Από το λάδι έφτιαχναν και σαπούνι, και η συντεχνία των σαπουνοποιών ήταν από τις πιο ισχυρές οικονομικά.
Αμπελουργία
Επί Βενετοκρατίας το κρασί αποτελούσε το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του νησιού και η τιμή του ήταν τόσο συμφέρουσα, που η αμπελουργία είχε εκτοπίσει κάθε άλλη γεωργική δραστηριότητα. Το εξαγωγικό επίσης εμπόριο του κρασιού απασχολούσε ολόκληρη τάξη ειδικευμένων τεχνιτών, των βουτικλάρων (κατασκευαστών ξύλινων δοχείων, βαρελιών), για την επιτόπου κατασκευή των χιλιάδων ξύλινων βαρελιών που χρειάζονταν κάθε χρόνο (περίπου 6.000 βαρέλια κάθε χρόνο). Γνωστές ποικιλίες σταφυλιών και κρασιών ήταν τα: λιάτικα (ελληνική έγχρωμη ποικιλία του κρασοστάφυλου), κοτσιφάλια( είδος σταφυλιού με πολύ μαύρο χρώμα, σαν τα φτερά του κοτσυφού. Ποικιλία κρασοστάφυλου), βοϊδόματα(ποικιλία σταφυλιού με μεγάλες μαύρες ρόγες), ροζακιά ( ποικιλία επιτραπέζιου σταφυλιού με μεγάλες ρόγες), κλπ. Στο φύτεμα του αμπελιού εκδηλωνόταν μεγάλη αλληλοβοήθεια. Όλη η εργασία γινόταν από συγγενείς και φίλους με μόνη αμοιβή τη παράθεση πλούσιου τραπεζιού από τον ιδιοκτήτη. Πριν το φύτεμα γινόταν αγιασμός στο χωράφι. Η έκταση του αμπελιού υπολογιζόταν σε αργάτες (εργάτες), και ισοδυναμεί με τον αριθμό των ατόμων που απαιτούνται για το σκάψιμό του σε μία μέρα. Η έκθλιψη των σταφυλιών γινόταν με πάτημα στα πατητήρια, που ήταν χτιστά ή λαξευτά στην ύπαιθρο, κοντά στα αμπέλια, κατά τη βενετοκρατία, ενώ αργότερα αποτελούσαν προσκτίσματα των κατοικιών. Από τα σταφύλια παράγεται και η σταφίδα, επίσης αξιόλογο εξαγωγικό προϊόν, καθώς και η ρακή ή τσικουδιά, προϊόν απόσταξης των στέμφυλων ή στράφυλων.
Κτηνοτροφία
Η εδαφική διαμόρφωση και η πλούσια χλωρίδα της Κρήτης βοήθησαν την ευδοκίμηση της κτηνοτροφίας. Το ποίμνιο λέγεται κουράδι και ο ιδιοκτήτης λέγεται κουραδάρης, ή βαροκουραδάρης εάν έχει πολλά οζά (αιγοπρόβατα). Τα ζώα μπορεί να ανήκουν σε ένα μόνο κτηνοτρόφο, αλλά μπορεί να ανήκουν σε δύο ή περισσότερους κτηνοτρόφους, που συνεταιρίζονται για την τυροκομία. Καθένας από τους συνεταίρους λέγεται κοινάτορας και η σύμπτυξη της ομάδας κοινάτο (ρήμα: κοινιάζω). Ειδικό εθιμικό δίκαιο ρυθμίζει τα επιμέρους θέματα που αναφέρονται στη σύσταση του κοινάτου, στη μίσθωση την βοσκότοπων κλπ, καθώς και στον τρόπο διανομής των κερδών ή των προϊόντων του κοινάτου.
Ως χώρος για τη διαμονή των βοσκών, την τυροκομία, τη φύλαξη των απαραίτητων σκευών και την αποθήκευση των τυροκομικών προϊόντων, εχρησιμοποιείτο το μητάτο, ένα μικρό λιθόκτιστο οίκημα. Ο τρόπος παρασκευής των τυροκομικών προϊόντων έμεινε στην Κρήτη πάντα σε παραδοσιακά πλαίσια, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη μειωμένη, σχετικά με τον αριθμό αιγοπροβάτων, παραγωγή, που όμως αντισταθμίζεται από την άριστη ποιότητα των προϊόντων (γραβιέρα, μυζήθρα, αθότυρος, κλπ).
Δημητριακά
Το κυριότερο καλλιεργήσιμο προϊόν κατά τα πρώτα χρόνια της Ενετοκρατίας ήταν το σιτάρι, πριν υποβαθμιστεί αργότερα από την αμπελουργία και την ελαιοκομία. Ταυτόχρονα και άλλα δημητριακά, όπως το κριθάρι και η βρώμη, καλλιεργούνταν στο νησί.
Η καλλιέργεια της γης στην Κρήτη κινήθηκε πάντοτε σε πλαίσια παραδοσιακά. Εξαιτίας της φυσικής διαμόρφωσης του εδάφους με λίγες πεδινές εκτάσεις, αποκλειστικό σχεδόν μέσο για όργωμα υπήρξε το ξύλινο αλέτρι, με το σιδερένιο υνί (και γυνί ή γενί, τραπεζοειδές μεταλλικό έλασμα στην άκρη του αρότρου, αλετριού, που εισδύει στο έδαφος και το ανασκάπτει). Το αλέτρι σερνόταν από το ζευγάρι, δυο βόδια (βούγια) που αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο του γεωργού. Αν ο γεωργός (ρεσπέρης) διέθετε ένα μόνο βόδι, τότε ζητούσε την βοήθεια άλλου γεωργού που είχε και αυτός ένα βόδι (έκανε συζεψά, όπως έλεγαν). Πριν αρχίσουν να σπέρνουν, καλούσαν τον παπά στο σπίτι να ευλογήσει τον σπόρο. Όχι μόνο το όργωμα αλλά και το θερισμός (θέρος ) γινόταν με παραδοσιακούς τρόπους και με αλληλοβοήθεια. Εργαλείο θερισμού είναι το δρεπάνι (δραπάνι). Όργανο αλωνισμού είναι ο βολόσυρος(γεωργικό εργαλείο, που σέρνεται από βόδια ή άλογα στο αλώνι για το αλώνισμα ή στο χωράφι, για την ισοπέδωση ύστερα από το όργωμα. Ήταν μία πλατιά ξύλινη κατασκευή, 1.70 Χ 0,60 μ., που στο κάτω της μέρος είχε καρφωμένα ανύχια από γαλαζία ή πυριτόλιθο, λεπιδωτά ή σιδερένια, για να κάβουν το αλωνικό, τα άχυρα, ή να σπάνε τους βώλους το χώμα.). Ως μονάδα μέτρησης των δημητριακών χρησιμοποιούσαν το μουζούρι, δοχείο σταθερού όγκου που αντιστοιχούσε, ανάλογα με το είδος (στάρι, κριθάρι, τάγη) με δώδεκα έως δεκαπέντε οκάδες. Ο καθορισμός των ορίων των χωραφιών γίνεται με τα σταλίκια (το ορόσημο, το σύνορο μεταξύ δύο γειτονικών χωραφιών, αγρών, από ξύλινο πάσσαλο ή, συνηθέστερα, από πέτρα, βαθιά μπηγμένη στο έδαφος), ή αστραλίκια, από πασσάλους ή πέτρες, μπηγμένα στο έδαφος. Η οριοθέτηση γίνεται και με αυλακιές ή και με ρυάκια, δρόμους, τράφους (αναχώματα από ξερολιθιές) και άλλα φυσικά ή τεχνητά χαρακτηριστικά και σημεία.