Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΚΥΠΡΟ
Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, η καθημερινή ζωή των χωρικών χαρακτηριζόταν από την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια. Φίλοι και συγγενείς δούλευαν μαζί στα χωράφια και στο χτίσιμο των σπιτιών.
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΖΩΗ
Η καλλιεργούμενη γη κάλυπτε περίπου το ένα πέμπτο του νησιού και οι παραδοσιακές μέθοδοι καλλιέργειας της γης, που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες, έμειναν σχεδόν αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου. Το όργωμα γινόταν με ένα ζευγάρι βόδια και αλέτρι από τα αρχαία χρόνια. Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα του κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας ήταν: τα δημητριακά (κυρίως σιτάρι και κριθάρι), το αλάτι, το βαμβάκι, η ζάχαρη, το κρασί, το ελαιόλαδο, η καννάβις, το κερί, το λουλακί, οι χρωστικές ύλες (ζαφορά κ.α) και τα αμπελοπούλια ortolani. Επίσης, σημαντικά ήταν και τα διάφορα προϊόντα της Κυπριακής βιοτεχνίας και οικοτεχνίας, ιδιαίτερα τα υφαντά, μεταξύ των οποίων ξεχωριστή θέση κατείχαν τα καμηλωτά και οι σαμίτες.
Η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν οι βασικοί πόροι της Κύπρου. Στη Πάφο, αναπτύχθηκε κυρίως η αμπελουργία και η εκτροφή μεταξοσκώληκα. Ειδικότερα, η περιοχή της Πάφου ήταν το δεύτερο μετά τη Λευκωσία κέντρο υφαντικής μεταξωτών. Επίσης, η κατασκευή σχοινιών ήταν ανεπτυγμένη, μιας και η καννάβι και το λινάρι της Πάφου ήταν ονομαστά.
ΛΑΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Η Κυπριακή λαϊκή τέχνη διατήρησε πολλά στοιχεία από τα αρχαία χρόνια ως σήμερα. Ο συντηρητικός αυτός χαρακτήρας ήταν ένας τρόπος άμυνας απέναντι στα ξένα πολιτιστικά στοιχεία που έφερναν οι καταχτητές, χωρίς αυτό να αποκλείει την επίδραση και αφομοίωση μερικών ξενόφερτων στοιχείων. Η λαϊκή τέχνη της Κύπρου χαρακτηρίζεται επίσης από ομοιογένεια, που οφείλεται στο γεγονός ότι, άσχετα από τους ξένους αφέντες, το μεγαλύτερο μέρος των Κυπρίων βρισκόταν στο ίδιο κοινωνικό και βιοτικό επίπεδο.
Η ξυλογλυπτική, η αγγειοπλαστική, η υφαντική και η καλαθοπλεκτική είναι από τις παλιότερες τέχνες της Κύπρου.
Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τα ξυλόγλυπτα έπιπλα είναι το ξύλο της καρυδιάς και του πεύκου. Η κυπριακή γη δίνει ακόμα το ασπρόχωμα και το κοκκινόχωμα για την κεραμική. Για την υφαντική πρώτες ύλες ήταν το βαμβάκι, το λινάρι, το μαλλί και το μετάξι. Ένας πολύ σημαντικός κλάδος της κυπριακής λαϊκής τέχνης είναι τα κεντήματα. Η χειροτεχνία αυτή αναπτύσσεται από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας, όταν η Κύπρος ήταν ξακουστή για τα πολύτιμά της υφάσματα.
ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ
Οι Κυπριακές φορεσιές, σε σχέση με εκείνες του ευρύτερου ελληνικού χώρου, είναι πιο απλές και παρουσιάζουν σχετική ομοιομορφία, χωρίς να λείπουν βέβαια οι τοπικές παραλλαγές, τόσο ως προς το είδος όσο και τις λεπτομέρειες της. Οι καλές, οι εορταστικές φορεσιές, συνδέονται με το θεσμό της προίκας, που είναι βαθιά ριζωμένος στην κυπριακή παράδοση. Ορισμένα κομμάτια της φορεσιάς, όπως το μεταξωτό πουκάμισο και το μαντήλι του γαμπρού, έχουν συμβολικό και «φυλακτικό» χαρακτήρα, και προσφέρονταν ως δώρο από την αρραβωνιαστικιά. Το ίδιο και το μεταξωτό γυναικείο πουκάμισο, που ήταν πολύτιμο μέρος της νυφικής φορεσιάς. Τα κύρια υλικά που χρησιμοποιούσαν για τις φορεσιές ήταν το βαμβάκι και το μετάξι. Το πιο χαρακτηριστικό ύφασμα για τα εξωτερικά κομμάτια της φορεσιάς είναι η αλατζιά, βαμβακερό υφαντό, συνήθως με άσπρη βάση και λεπτές κατακόρυφες ή σταυρωτές ρίγες σε παραδοσιακούς χρωματισμούς: βαθύ κόκκινο, μπλε, κίτρινο, πορτοκαλί, πράσινο. Για τα καθημερινά αντρικά πουκάμισα και τα γυναικεία φορέματα, οι αλατζιές ήταν συνήθως μπλε με άσπρες ρίγες. Στις αντρικές ζακέτες των ηλικιωμένων χρησιμοποιούσαν το μαύρο στη θέση του μπλε, ενώ για τους νέους πρόσθεταν στη στερεότυπη αλατζιά και κόκκινες ρίγες (αλατζιές ζιμπουνίσιμες).
Τα μεταξωτά υφάσματα, για τα οποία η Κύπρος είναι ξακουστή από τον Μεσαίωνα, χρησιμοποιήθηκαν στο φυσικό τους χρωματισμό για εορταστικά και νυφικά πουκάμισα και εσώρουχα. Για τα καθημερινά ενδύματα χρησιμοποιούσαν βαμβακερό υφαντό.
ΠΗΓΕΣ:
·
«Κύπρος, πετράδι στο στέμμα της Βενετίας», Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, Λεβέντειο Δημοτικό Μουσείο Λευκωσίας, Λευκωσία 2003.
·
Ελένη Παπαδημητρίου, «Οι Κυπριακές Φορεσιές», Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Αθήνα, 1991
·
Κάτια Χατζηδημητρίου, «Ιστορία της Κύπρου», Λευκωσία, 2005
·
Ξενοφώντας Π. Φαρμακίδης «Κυπριακή Λαογραφία», Λεμεσός, 1938
·
«Βυζαντινή Μεσαιωνική Κύπρος: Βασίλισσα στην Ανατολή & Ρήγαινα στη Δύση», Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου (επιστημονική επιμέλεια: Δήμητρα Παπανικόλα-Μπακιρτζή, Μαρία Ιακώβου), Λευκωσία, 1997
·
Α. Πανάρετος, «Κυπριακή Γεωργική Λαογραφία», Εκδοσις Συνεργατικής Κεντρικής Τραπέζης ΛΤΔ. Λευκωσία 1967