Το παρόν έργο υλοποιήθηκε στο πλαίσιο της υποστήριξης κοινών δραστηριοτήτων ανάδειξης της πολιτιστικής ταυτότητας Κρήτης και Κύπρου με χρήση νέων τεχνολογιών και ενίσχυσης των πολιτιστικών ανταλλαγών, μέσω της Κ.Π.INTERREG IIIA Ελλάδα-Κύπρος. Έχει ως αντικείμενο τη διερεύνηση και προβολή των πολιτιστικών επιρροών της Αναγέννησης στην ανατολική Μεσόγειο δια μέσου των λατινοκρατούμενων περιοχών, μεταξύ των οποίων η Κρήτη και η Κύπρος είχαν πρωτεύοντα ρόλο.
Η πορεία των δύο μεσογειακών μεγαλονήσων υπήρξε παραπλήσια μετά την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως τμήματα του Ανατολικού τμήματός της, της μετέπειτα Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δέχτηκαν πολλές επιθέσεις και τελικά κατακτήθηκαν από την ανερχόμενη Αραβική δύναμη (681, Κύπρος / 728/9, Κρήτη), για να επιστρέψουν ξανά στους κόλπους του Βυζαντίου (965, Κύπρος / 961, Κρήτη) κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, με ισχυρή και καθοριστική τη βυζαντινή παρουσία, μέχρι να γίνουν λεία των κινούμενων προς ανατολάς σταυροφόρων και να αποτελέσουν αυτόνομες αποικίες - «βασίλεια» των ισχυρών ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής, της Γαλλίας και της Βενετίας αντίστοιχα (1191, Κύπρος / 1204, Κρήτη).
Για τέσσερεις αιώνες, μέχρι την κατάκτηση από την Οθωμανική αυτοκρατορία, οι κοινωνίες των δύο μεγαλονήσων απετέλεσαν τα οριακά προπύργια των ευρωπαϊκών κοινωνιών που συμμετείχαν στις απαρχές και στο μεσουράνημα της Αναγέννησης. Ως αυτόνομες διοικητικές οντότητες (βασίλεια) οριοθέτησαν τη γεωγραφική εξάπλωση της έννοιας της Ευρώπης προς την Εγγύς Ανατολή. Παρέμειναν περιφερειακές, ως προς τα κέντρα των εξελίξεων, αλλά όχι αμέτοχες στους μετασχηματισμούς και τη μετάβαση από τη μεσαιωνική Ευρώπη στην Αναγεννησιακή άνθηση. Η ανάπτυξη και η ευημερία τους είχε διακυμάνσεις, πάντα στην μεικτή κατάσταση που διείπε τις κοινωνίες τους: η ανώτερη τάξη και η διοίκηση από τη μια, ο εντόπιος πληθυσμός με την ισχυρή θρησκευτική και τοπική συνείδηση από την άλλη. Στους τέσσερεις αιώνες συμβίωσης και συνύπαρξης, οι αυστηρά διαχωρισμένες στην αρχή ομάδες ήλθαν σε αμοιβαίες ανταλλαγές, επιμειξίες και αλληλεπιδράσεις. Η σχετική ειρήνη και οικονομική βελτίωση μετά τον 15ο αιώνα, επέτρεψε την διακίνηση αγαθών και ιδεών, υλικών μορφών του πολιτισμού και πνευματικών δημιουργιών.
Η προσέγγιση και αποδοχή του αναγεννησιακού πνεύματος εξαπλώθηκε σταδιακά στους διάφορους τομείς τέχνης: η λογοτεχνία και η ποίηση έδωσαν τα γνωστά έργα του Κρητικού θεάτρου και ποίησης καθώς και σημαντικά έργα της κυπριακής λογοτεχνίας. Στην αρχιτεκτονική υιοθετήθηκαν από τη διοίκηση και τις ανώτερες τάξεις τεχνικές, μορφές, θεματογραφία και μοτίβα, που βαθμιαία ενσωματώθηκαν και στο λαϊκότερο ιδίωμα. Τα οχυρωματικά έργα άλλαξαν τη μορφή των πόλεων. Στην καθημερινή ζωή εντάχθηκαν λέξεις και ορολογίες βενετσιάνικες, φαγητά, υφάσματα, οικιακά είδη που προέρχονταν από τη μητρόπολη.
Οι περιοχές της Σητείας και της Πάφου, που σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους είχαν λαμπρή παρουσία, στην μεσαιωνική περίοδο αποτελούσαν δευτερεύουσας σημασίας κέντρα. Στις περιφέρειες αυτές, ωστόσο, υπάρχουν εντυπωσιακά μνημεία, που κινούν το ενδιαφέρον για τις συνθήκες δημιουργίας τους.
Η μελέτη του αρχειακού υλικού από νοταρίους (συμβολαιογράφους) του 16ου και 17ου αιώνα, που προέρχεται από τους οικισμούς της Σητείας και μάλιστα του σημερινού Δήμου Λεύκης, παρέχει πλήθος πληροφοριών για την κοινωνία της εποχής, τους κατοίκους και τις δραστηριότητές τους.
Μέσα από τις σελίδες των καταστίχων ζωντανεύουν οι οικογένειες που κατοικούσαν στους ακμαίους τότε οικισμούς, οι άρχοντες με τους γραμματικούς και τους φαμέγιους τους, οι εκτιμητές, οι κληρικοί, καθώς και οι δραστηριότητες τους, οι αγοραπωλησίες και οι προικοδοτήσεις, οι διαμάχες και οι συμφιλιώσεις. Οι οικογένειες των Ντε Μέτζων,των Κορνάρων, των Δάνδολων, των Ντα Μολίν, των Σαλομών, των Βλάχων, των Αμπράμων, των Ντόνο, των Παολίν (Παυλή), των Στρατηγών, των Τζώρτζη, των Τζεν, των Μπαρμπαρήγων και άλλες, κινούνταν κυρίως στην τοπική έδρα τους αλλά και στο λιμάνι της Σητείας και στο Χάνδακα, με συνεχή δραστηριότητα, που πρέπει να τη φανταστούμε πολλαπλάσια αναλογιζόμενοι ότι τα σωζόμενα κατάστιχα είναι ένα πολύ μικρό μέρος από το σύνολο των μαρτυρούμενων νοταρίων και συμβολαίων.
Η μελέτη των μνημείων που έχουν σωθεί στην περιοχή της Σητείας, αν και βαριά τραυματισμένα ή μετασχηματισμένα, μας επέτρεψε συγκρίσεις και οι συσχετισμούς, καθώς και αναγνώριση ως ένα σημείο των αναγεννησιακών προτύπων και των τοπικών εφαρμογών. Με παράλληλη ματιά στην Κύπρο, στην περιοχή της Πάφου, διαπιστώνεται η εξάπλωση και η χρήση σε μικροκλίμακα των νέων αντιλήψεων της Αναγέννησης για την αισθητική, σε μια περιοχή όπου στην αρχιτεκτονική κυριαρχούσαν τόσο η βυζαντινή παρουσία όσο και τα γοτθικά στοιχεία με προέλευση από τη νότια Γαλλία.
Η ανασύσταση της καθημερινής ζωής έγινε μέσα από τα δεδομένα των αρχειακών πηγών (τα συμβολαιογραφικά έγγραφα), καθώς και από τη σύγκριση των αντικειμένων και του εξοπλισμού με όσα μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα παρέμεναν σε χρήση σχεδόν απαράλλαχτα. Παρ’ όλη τη λακωνικότητα των πηγών που είναι διαθέσιμες, τα ήθη και έθιμα του τέλους 16ου – αρχών 17ου αιώνα σκιαγραφούνται επαρκώς μέσα από τα κείμενα.
Σας καλούμε να παρακολουθήσετε και να γνωρίσετε, μέσα από το Δικτυακό Τόπο, αναλυτικότερα όλες τις πλευρές αυτής της επισκόπησης. Ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει παρουσιάσεις για συγκεκριμένες θεματικές ενότητες, όπως «Φεουδάρχες και χωρικοί στη Σητεία της Ύστερης Βενετοκρατίας (1575-1615)», «Αρχιτεκτονική και επιδράσεις της Αναγέννησης στην Κρήτη - Δήμος Λεύκης Σητείας», «Αναγεννησιακές επιδράσεις στα μνημεία του Δήμου Πάφου», «Η πνευματική παραγωγή στην Κύπρο κατά τον 15ο και 16ο αιώνα», «Όψεις της οικονομικής ζωής στη βενετοκρατούμενη Σητεία (τέλη 15ου - αρχές 17ου αιώνα)», «Καθημερινή ζωή στην Κρήτη και την Κύπρο τον 16ο-17ο αιώνα».
Μπορεί να αναζητήσει πλήρη στοιχεία που αφορούν στις πληροφορίες που μας δίδουν οι αρχειακές πηγές, για πρόσωπα, τοπωνύμια, οικισμούς, οικογένειες.
Μπορεί επίσης να αναζητήσει αναλυτικές περιγραφές των μνημείων, εικόνες και σχέδια.
Οι αφίσες (δίγλωσσες) αποδίδουν σε μορφή ανηρτημένης παρουσίασης 18 θεματικές ενότητες
Ευχαριστούμε τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη στο Ηράκλειο, τη 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του ΥΠ.ΠΟ. και το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου για το υλικό και τις άδειες που μας παραχώρησαν, καθώς και για τη συνεργασία και υποστήριξη που μας παρείχαν.