Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Η Κυπριακή κοινωνία κατά τους χρόνους της Βενετοκρατίας ακολούθησε κατά κανόνα το φεουδαρχικό πρότυπο της Ευρώπης. Το κύριο γνώρισμα της είναι η διάκριση των πολιτών σε τάξεις, με αυστηρά καθορισμένα πλαίσια: οι ευγενείς και οι φεουδάρχες στην ανώτατη βαθμίδα. Ακολουθούν οι «αστοί» (cittadini) και ο λαός στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κοινωνικού στρώματος ζούσε στην ύπαιθρο και ήταν το φτωχότερο και περισσότερο καταπιεσμένο τμήμα του πληθυσμού. Από το εμπόριο και τη βιοτεχνία ωφελήθηκαν οι κάτοικοι των πόλεων και οι ξένοι έμποροι, ενώ οι κατώτερες τάξεις του λαού βρισκόταν σε κατάσταση εξαθλίωσης.
Ο περιηγητής Μάρτιν Φον Μπαουμγκάρτεν (1508) αναφέρει για τους κάτοικους της επαρχίας: «όλοι οι κάτοικοι της Κύπρου είναι σκλάβοι των Βενετών, όντας υποχρεωμένοι να πληρώνουν στο κράτος το ένα τρίτο της παραγωγής ή του εισοδήματος τους, είτε αυτό αφορά την γεωργική παραγωγή –όπως σιτάρι, κρασί, λάδι- ή τις αγελάδες, είτε οτιδήποτε άλλο. Εκτός αυτού, κάθε άνδρας είναι υποχρεωμένος να εργάζεται για το κράτος δύο μέρες τη βδομάδα….και αν κάποιος αμελήσει να παρουσιαστεί στην (αναγκαστική) εργασία, είτε επειδή ήταν άρρωστος, είτε επειδή είχε κάποια δική του επείγουσα εργασία, τότε τον υποχρέωναν να πληρώσει πρόστιμο για όλες τις ημέρες που απουσίασε. Και ως εάν να μη έφθαναν αυτά, επί πλέον του επιβάλλεται κάθε χρόνο και ένα είδος (πρόσθετης) φορολογίας, την οποία οι φτωχότεροι θεωρούν ως γδάρσιμο και λεηλασία, και με μεγάλη δυσκολία τα βγάζουν πέρα.»
Η φτώχια, η κοινωνική απαξίωση, η απέχθεια του απλού λαού για τους κατακτητές αλλά και η αδιαφορία των τελευταίων είχαν ως συνέπεια τη δημιουργία ενός πολιτισμικού χάσματος μεταξύ τους, καθώς οι δυτικές επιρροές ελάχιστα άγγιξαν τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και τους κάτοικους της επαρχίας.